- κυανικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυάνιο2. φρ. χημ. α) «κυανικό οξύ», χημική ένωση ισομερής προς το ισοκυανικό οξύ και το βροντώδες ή κροτικό οξύβ) «κυανικά άλατα» — τα άλατα τού κυανικού οξέος («κυανικό κάλιο»)γ) «κυανικοί εστέρες» — οι εστέρες τού κυανικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanate < cyan- < κύανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.