κυανικός

κυανικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυάνιο
2. φρ. χημ. α) «κυανικό οξύ», χημική ένωση ισομερής προς το ισοκυανικό οξύ και το βροντώδες ή κροτικό οξύ
β) «κυανικά άλατα» — τα άλατα τού κυανικού οξέος («κυανικό κάλιο»)
γ) «κυανικοί εστέρες» — οι εστέρες τού κυανικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cyanate < cyan- < κύανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πυοκυανικός — ή, ό, Ν φρ. «πυοκυανικό βακτηρίδιο» αερόβιο και αναερόβιο αρνητικό κατά Γκραμ βακτηρίδιο που προξενεί διάφορες λοιμώξεις στον άνθρωπο και στα ζώα, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον σχηματισμό πύου πρασινωπού γαλάζιου χρώματος, αλλ. αεριογόνος… …   Dictionary of Greek

  • σεληνοκυανικός — ή, ό, Ν φρ. «σεληνοκυανικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση που προκύπτει από το κυανικό οξύ με αντικατάσταση στο μόριό του τού ατόμου τού οξυγόνου από άτομο σεληνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenocyanic (acid) < selenium (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”